- προτιμωρώ
- -έω, Α1. βοηθώ κάποιον εκ τών προτέρων («μὴ ὀργισθῆναι ὅτι ἡμῑν οὐ προυτιμωρήσατε», Θουκ.)2. μέσ. προτιμωροῡμαι, -έομαιεκδικούμαι κάποιον εκ τών προτέρων, τιμωρώ («ἐβούλοντο πρότερον, εἰ δύναιντο, προτιμωρήσασθαι», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + τιμωρῶ «βοηθώ, εκδικούμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.